- ῥίζαις
- ῥίζαrootfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GALLINARIA — ins. parv. in mari Tusco, contra montes Ligusticos, ut inquit Vatro. l. 2. de Re Rust. a gallinis rusticis appellata. Vide Colum l. 8. c. 2. seu verius scopulus, hodie l Isolotto d Albenga. Sozomen. l. 3. c. 13. de B. Martino. Καὶ ἐπί τινα χρόνον … Hofmann J. Lexicon universale
επίφυση — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει βάρος 100 180 γρ., σχήμα κωνικό, σαν καρπός πεύκου, και βρίσκεται στη μέση του εγκεφάλου, στο πίσω μέρος του, στην οροφή της τρίτης κοιλίας. Παρομοιάζεται με φράγμα που συγκρατεί τις σεξουαλικές ορμόνες. Όταν… … Dictionary of Greek
καταστηλώ — καταστηλῶ, όω (Α) 1. γεμίζω με στήλες στις οποίες γράφεται η απόσταση από κάποιο μέρος («ὁδὸς κατεστηλωμένη», Πολ.) 2. στηρίζω κάτι με στήλες («δένδρα ταῑς ῥίζαις κατεστηλωμένα εἰς τὴν γῆν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στηλῶ «στήνω στήλη»] … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek
μελεάγριον — (ΑM, Μ και μελέαγρον) είδος άγνωστου φυτού που οι ρίζες του τρώγονταν («ῥίζαις αὐτοὺς μελεαγρίων καὶ καρδίαις καλάμων ἐδεξιοῡτο», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek
συνεκκόπτω — ΜΑ εκμηδενίζω, εξαλείφω αρχ. 1. αποκόπτω κάτι μαζί με κάποιον ή συγχρόνως («ταῑς ῥίζαις... συνεκκόπτειν καὶ τὰ βλαστήματα», Γρηγ. Ναζ.) 2. αποκόπτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκόπτω «αποκόπτω, αφαιρώ, εξαλείφω»] … Dictionary of Greek
ԱՐՄԱՏԱՔԻ — ( ) NBH 1 0369 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c մ. ԱՐՄԱՏԱՔԻ ԱՐՄԱՏԱՔԻՆ ὀλόριζος, προρρίζων, ῤίζαις αὑταῖς radicitus, radicibus ipsis Յարմատոց անտի. բովանդակ արմատովն. իսպառ. բոլորովին. ... *Արմատաքի խլեսցի, կամ խլեցան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)